ραιστήρ

ραιστήρ
-ῆρος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που συντρίβει, συνθλίβει κάτι, δηλ. η σφύρα, το σφυρί
2. καταστροφέας, εξολοθρευτής («δαλὸν μεγάρων ῥαιστῆρα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. οικισ-τήρ). Το θηλυκό γένος τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τού συνωνύμου του σφύρα. Ο τ. μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. opiratere = ὀπιραιστῆρες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥαιστήρ — smasher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρα — ῥαιστήρ smasher masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρας — ῥαιστήρ smasher masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρες — ῥαιστήρ smasher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρι — ῥαιστήρ smasher masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρος — ῥαιστήρ smasher masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρσι — ῥαιστήρ smasher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστῆρσιν — ῥαιστήρ smasher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστήρων — ῥαιστήρ smasher masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραίω — Α (ποιητ. τ.) 1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.) 2. προκαλώ ναυάγιο 3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω 4. παθ. ῥαίομαι καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι 5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος ναυαγός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”