- ραιστήρ
- -ῆρος, ὁ, ἡ, Α1. αυτός που συντρίβει, συνθλίβει κάτι, δηλ. η σφύρα, το σφυρί2. καταστροφέας, εξολοθρευτής («δαλὸν μεγάρων ῥαιστῆρα», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. οικισ-τήρ). Το θηλυκό γένος τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τού συνωνύμου του σφύρα. Ο τ. μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. opiratere = ὀπιραιστῆρες)].
Dictionary of Greek. 2013.